θυμοῖσι

θυμοῖσι
θῡμοῖσι , θυμός
soul
masc dat pl (epic ionic aeolic)
θῡμοῖσι , θυμόω
make angry
pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic)
θῡμοῖσι , θυμόω
make angry
pres subj act 3rd sg (epic)
θῡμοῖσι , θυμόω
make angry
pres ind act 3rd pl (aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”